Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δελφίς
δέμας
δέμνιον
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δέξατο
δεξιός
δεξιτερός
δέξο
δέξομαι
δέος
δέπας
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρτρον
δέρω
δεσμός
δέσποινα
View word page
δέξο

aor. imp. δέχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέξο
Headword (normalized):
δέξο
Headword (normalized/stripped):
δεξο
IDX:
2130
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2131
Key:

Data

{'content': '<p>aor. imp. δέχομαι.</p>'}