Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέκατος
δεκάχιλοι
δέκτης
δέκτο
δελφίς
δέμας
δέμνιον
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δέξατο
δεξιός
δεξιτερός
δέξο
δέξομαι
δέος
δέπας
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
View word page
δενδρήεις

-εσσα

[δένδρεον.]

ShortDef

woody

Debugging

Headword:
δενδρήεις
Headword (normalized):
δενδρήεις
Headword (normalized/stripped):
δενδρηεις
IDX:
2126
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2127
Key:

Data

{'content': '<p>-εσσα</p> <p>[δένδρεον.]</p>'}