Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δεκάς
δέκατος
δεκάχιλοι
δέκτης
δέκτο
δελφίς
δέμας
δέμνιον
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δέξατο
δεξιός
δεξιτερός
δέξο
δέξομαι
δέος
δέπας
δέρκομαι
δέρμα
View word page
δένδρεον
-ου, τό.
ShortDef
a tree
Debugging
Headword:
δένδρεον
Headword (normalized):
δένδρεον
Headword (normalized/stripped):
δενδρεον
IDX:
2125
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2126
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}