Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δεῖσε
δείσεται
δέκα
δεκάκις
δεκάς
δέκατος
δεκάχιλοι
δέκτης
δέκτο
δελφίς
δέμας
δέμνιον
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δέξατο
δεξιός
δεξιτερός
δέξο
δέξομαι
View word page
δέμας
τό
[δέμω.]
ShortDef
the (physical frame, form of the) body
Debugging
Headword:
δέμας
Headword (normalized):
δέμας
Headword (normalized/stripped):
δεμας
IDX:
2121
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2122
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>[δέμω.]</p>'}