Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δεῖμος
δεινός
δείξω
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνίζω
δεῖπνον
δείραντας
δειρή
δειροτομέω
δεῖσε
δείσεται
δέκα
δεκάκις
δεκάς
δέκατος
δεκάχιλοι
δέκτης
δέκτο
δελφίς
View word page
δειροτομέω

[δειρή + τομ-, τάμνω.]

(ἀπο-.)

ShortDef

to cut the throat

Debugging

Headword:
δειροτομέω
Headword (normalized):
δειροτομέω
Headword (normalized/stripped):
δειροτομεω
IDX:
2110
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2111
Key:

Data

{'content': '<p>[δειρή + τομ-, τάμνω.]</p> <p>(ἀπο-.)</p>'}