Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δείκνυμι
δείλη
δείλομαι
δειλός
δεῖμα
δείματο
δεῖμος
δεινός
δείξω
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνίζω
δεῖπνον
δείραντας
δειρή
δειροτομέω
δεῖσε
δείσεται
δέκα
δεκάκις
View word page
δειπνέω

[δεῖπνον.]

3 sing. plupf. δεδειπνήκετ Od. 17.359. to take δεῖπνον

ShortDef

to make a meal

Debugging

Headword:
δειπνέω
Headword (normalized):
δειπνέω
Headword (normalized/stripped):
δειπνεω
IDX:
2104
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2105
Key:

Data

{'content': '<p>[δεῖπνον.]</p> <p>3 sing. plupf. δεδειπνήκετ Od. 17.359. to take δεῖπνον</p>'}