Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δειελιάω
δείελος
δεικανάομαι
δείκνυμι
δείλη
δείλομαι
δειλός
δεῖμα
δείματο
δεῖμος
δεινός
δείξω
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνίζω
δεῖπνον
δείραντας
δειρή
δειροτομέω
δεῖσε
View word page
δεινός

-ή, -όν

[δϝι-, δείδοικα.]

ShortDef

fearful, terrible, dread, dire

Debugging

Headword:
δεινός
Headword (normalized):
δεινός
Headword (normalized/stripped):
δεινος
IDX:
2101
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2102
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[δϝι-, δείδοικα.]</p>'}