Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δειδίσσομαι
δείδω
δείδω
δειελιάω
δείελος
δεικανάομαι
δείκνυμι
δείλη
δείλομαι
δειλός
δεῖμα
δείματο
δεῖμος
δεινός
δείξω
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνίζω
δεῖπνον
δείραντας
View word page
δεῖμα

τό

[δϝι-, δείδοικα.]

ShortDef

fear, affright

Debugging

Headword:
δεῖμα
Headword (normalized):
δεῖμα
Headword (normalized/stripped):
δειμα
IDX:
2098
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2099
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[δϝι-, δείδοικα.]</p>'}