Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δείδω
δειελιάω
δείελος
δεικανάομαι
δείκνυμι
δείλη
δείλομαι
δειλός
δεῖμα
δείματο
δεῖμος
δεινός
δείξω
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνίζω
δεῖπνον
View word page
δειλός
-ή
[δϝι-, δείδοικα.]
ShortDef
cowardly, craven
Debugging
Headword:
δειλός
Headword (normalized):
δειλός
Headword (normalized/stripped):
δειλος
IDX:
2097
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2098
Key:
Data
{'content': '<p>-ή</p> <p>[δϝι-, δείδοικα.]</p>'}