Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δειδίξεσθαι
δείδισαν
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δείδω
δειελιάω
δείελος
δεικανάομαι
δείκνυμι
δείλη
δείλομαι
δειλός
δεῖμα
δείματο
δεῖμος
δεινός
δείξω
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
View word page
δείλη

[cf. δείελος.]

Evening Il. 21.111.

ShortDef

afternoon

Debugging

Headword:
δείλη
Headword (normalized):
δείλη
Headword (normalized/stripped):
δειλη
IDX:
2095
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2096
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[cf. δείελος.]</p> <p>Evening Il. 21.111.</p>'}