Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δείδιε
δείδιθι
δείδιμεν
δειδίμεν
δειδίξεσθαι
δείδισαν
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δείδω
δειελιάω
δείελος
δεικανάομαι
δείκνυμι
δείλη
δείλομαι
δειλός
δεῖμα
δείματο
δεῖμος
δεινός
View word page
δειελιάω

[δείελος. 'To act as befits the evening'.]

Hence, app., to sup: ἔρχεο δειελιήσας Od. 17.599.

ShortDef

to wait till evening

Debugging

Headword:
δειελιάω
Headword (normalized):
δειελιάω
Headword (normalized/stripped):
δειελιαω
IDX:
2091
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2092
Key:

Data

{'content': "<p>[δείελος. 'To act as befits the evening'.]</p> <p>Hence, app., to sup: ἔρχεο δειελιήσας Od. 17.599.</p>"}