Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δειδήμων
δείδια
δείδιε
δείδιε
δείδιθι
δείδιμεν
δειδίμεν
δειδίξεσθαι
δείδισαν
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δείδω
δειελιάω
δείελος
δεικανάομαι
δείκνυμι
δείλη
δείλομαι
δειλός
δεῖμα
View word page
δειδίσσομαι

[redup. fr. δικ-, δείδοικα.]

Fut. infin. δειδίξεσθαι Od. 3.201, 432.

Aor. infin. δειδίξασθαι Il. 18.164.

ShortDef

to frighten, alarm

Debugging

Headword:
δειδίσσομαι
Headword (normalized):
δειδίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
δειδισσομαι
IDX:
2088
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2089
Key:

Data

{'content': '<p>[redup. fr. δικ-, δείδοικα.]</p> <p>Fut. infin. δειδίξεσθαι Od. 3.201, 432.</p> <p>Aor. infin. δειδίξασθαι Il. 18.164.</p>'}