Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δειδέχαται
δειδήμων
δείδια
δείδιε
δείδιε
δείδιθι
δείδιμεν
δειδίμεν
δειδίξεσθαι
δείδισαν
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δείδω
δειελιάω
δείελος
δεικανάομαι
δείκνυμι
δείλη
δείλομαι
δειλός
View word page
δειδίσκομαι
[app. redup. fr. δικ-, δείκνυμι. Cf. δεικανάομαι.]
ShortDef
to meet with outstretched hand, to greet, welcome
Debugging
Headword:
δειδίσκομαι
Headword (normalized):
δειδίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
δειδισκομαι
IDX:
2087
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2088
Key:
Data
{'content': '<p>[app. redup. fr. δικ-, δείκνυμι. Cf. δεικανάομαι.]</p>'}