Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
δέελος
δεῖ
δείδεκτο
δειδέχαται
δειδήμων
δείδια
δείδιε
δείδιε
δείδιθι
δείδιμεν
δειδίμεν
δειδίξεσθαι
δείδισαν
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
View word page
δειδήμων
-ονος
[δείδοικα.]
ShortDef
fearful, cowardly
Debugging
Headword:
δειδήμων
Headword (normalized):
δειδήμων
Headword (normalized/stripped):
δειδημων
IDX:
2078
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2079
Key:
Data
{'content': '<p>-ονος</p> <p>[δείδοικα.]</p>'}