Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
δέελος
δεῖ
δείδεκτο
δειδέχαται
δειδήμων
δείδια
δείδιε
δείδιε
δείδιθι
δείδιμεν
δειδίμεν
δειδίξεσθαι
δείδισαν
δειδίσκομαι
View word page
δειδέχαται

3 pl. pf. mid. δείκνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειδέχαται
Headword (normalized):
δειδέχαται
Headword (normalized/stripped):
δειδεχαται
IDX:
2077
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2078
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pf. mid. δείκνυμι.</p>'}