Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
δέελος
δεῖ
δείδεκτο
δειδέχαται
δειδήμων
δείδια
δείδιε
δείδιε
δείδιθι
δείδιμεν
View word page
δέδυκε

3 sing. pf. δύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδυκε
Headword (normalized):
δέδυκε
Headword (normalized/stripped):
δεδυκε
IDX:
2073
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2074
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. δύω.</p>'}