Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
δέελος
δεῖ
δείδεκτο
δειδέχαται
δειδήμων
δείδια
δείδιε
δείδιε
View word page
δεδουπότος
genit. sing. masc. pf. pple. δουπέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδουπότος
Headword (normalized):
δεδουπότος
Headword (normalized/stripped):
δεδουποτος
IDX:
2071
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2072
Key:
Data
{'content': '<p>genit. sing. masc. pf. pple. δουπέω.</p>'}