Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
δέελος
δεῖ
δείδεκτο
δειδέχαται
δειδήμων
δείδια
δείδιε
View word page
δέδοται
3 sing. pf. pass. δίδωμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δέδοται
Headword (normalized):
δέδοται
Headword (normalized/stripped):
δεδοται
IDX:
2070
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2071
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. pass. δίδωμι.</p>'}