Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
δέελος
δεῖ
δείδεκτο
δειδέχαται
δειδήμων
δείδια
View word page
δέδορκε

3 sing. pf. δέρκομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδορκε
Headword (normalized):
δέδορκε
Headword (normalized/stripped):
δεδορκε
IDX:
2069
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2070
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. δέρκομαι.</p>'}