Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀθέμιστος
ἀθερίζω
ἀθέσφατος
ἀθηρηλοιγός
ἀθλεύω
ἀθλέω
ἀθλητήρ
ἀθρέω
ἀθρόος
ἄθυμος
ἄθυρμα
ἀθύρω
αἴ
αἶα
αἰγανέη
αἴγειος
αἴγειρος
αἴγεος
αἰγιαλός
αἰγίβοτος
αἰγίλιψ
View word page
ἄθυρμα
-ατος, τό
[ἀθύρω.]
ShortDef
a plaything, toy: a delight, joy
Debugging
Headword:
ἄθυρμα
Headword (normalized):
ἄθυρμα
Headword (normalized/stripped):
αθυρμα
IDX:
206
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.207
Key:
Data
{'content': '<p>-ατος, τό</p> <p>[ἀθύρω.]</p>'}