Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
δέελος
δεῖ
δείδεκτο
δειδέχαται
δειδήμων
View word page
δεδοκημένος
pf. pple. δέχομαι.
ShortDef
waiting, lying in wait
Debugging
Headword:
δεδοκημένος
Headword (normalized):
δεδοκημένος
Headword (normalized/stripped):
δεδοκημενος
IDX:
2068
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2069
Key:
Data
{'content': '<p>pf. pple. δέχομαι.</p>'}