Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
δέελος
δεῖ
δείδεκτο
View word page
δεδμήμην

1 and 3 sing. and 3 pl. plupf. pass. δαμάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεδμήμην
Headword (normalized):
δεδμήμην
Headword (normalized/stripped):
δεδμημην
IDX:
2066
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2067
Key:

Data

{'content': '<p>1 and 3 sing. and 3 pl. plupf. pass. δαμάζω.</p>'}