Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
δέελος
δεῖ
View word page
δεδμήμεσθα

1 pl. pf. pass. δαμάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεδμήμεσθα
Headword (normalized):
δεδμήμεσθα
Headword (normalized/stripped):
δεδμημεσθα
IDX:
2065
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2066
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. pf. pass. δαμάζω.</p>'}