Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
δέελος
View word page
δεδμημένος
pf. pple. pass. δέμω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδμημένος
Headword (normalized):
δεδμημένος
Headword (normalized/stripped):
δεδμημενος
IDX:
2064
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2065
Key:
Data
{'content': '<p>pf. pple. pass. δέμω.</p>'}