Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
δεδραγμένος
δέδυκε
View word page
crossref
pf. pple. pass. δαμάζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
crossref
Headword (normalized):
crossref
Headword (normalized/stripped):
crossref
IDX:
2063
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2064
Key:
Data
{'content': '<p>pf. pple. pass. δαμάζω.</p>'}