Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
δέδοται
δεδουπότος
View word page
δεδιδάχθαι
pf. infin. pass. διδάσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδιδάχθαι
Headword (normalized):
δεδιδάχθαι
Headword (normalized/stripped):
δεδιδαχθαι
IDX:
2061
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2062
Key:
Data
{'content': '<p>pf. infin. pass. διδάσκω.</p>'}