Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
δεδοκημένος
δέδορκε
View word page
δέδηε

3 sing. pf. δαίω1.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδηε
Headword (normalized):
δέδηε
Headword (normalized/stripped):
δεδηε
IDX:
2059
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2060
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. δαίω1.</p>'}