Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
δέδμητο
View word page
δεδέξομαι
fut. pf. δέχομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδέξομαι
Headword (normalized):
δεδέξομαι
Headword (normalized/stripped):
δεδεξομαι
IDX:
2057
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2058
Key:
Data
{'content': '<p>fut. pf. δέχομαι.</p>'}