Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
δεδμήμεσθα
δεδμήμην
View word page
δέδεξο

pf. imp. δέχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδεξο
Headword (normalized):
δέδεξο
Headword (normalized/stripped):
δεδεξο
IDX:
2056
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2057
Key:

Data

{'content': '<p>pf. imp. δέχομαι.</p>'}