Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
crossref
δεδμημένος
View word page
δεδεγμένος

pf. pple. δέχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεδεγμένος
Headword (normalized):
δεδεγμένος
Headword (normalized/stripped):
δεδεγμενος
IDX:
2054
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2055
Key:

Data

{'content': '<p>pf. pple. δέχομαι.</p>'}