Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
δεδίσκομαι
View word page
δέδασται
3 sing. pf. pass. δατέομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δέδασται
Headword (normalized):
δέδασται
Headword (normalized/stripped):
δεδασται
IDX:
2052
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2053
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. pass. δατέομαι.</p>'}