Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
δεδιδάχθαι
View word page
δεδάκρυνται

3 pl. pf. pass. δακρύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεδάκρυνται
Headword (normalized):
δεδάκρυνται
Headword (normalized/stripped):
δεδακρυνται
IDX:
2051
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2052
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pf. pass. δακρύω.</p>'}