Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
δεδίασι
View word page
δεδαϊγμένος
pf. pple. pass. δαΐζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδαϊγμένος
Headword (normalized):
δεδαϊγμένος
Headword (normalized/stripped):
δεδαιγμενος
IDX:
2050
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2051
Key:
Data
{'content': '<p>pf. pple. pass. δαΐζω.</p>'}