Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
δέδετο
δέδηε
View word page
δεδαίαται
3 pl. pf. pass. δαίω2.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδαίαται
Headword (normalized):
δεδαίαται
Headword (normalized/stripped):
δεδαιαται
IDX:
2049
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2050
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. pf. pass. δαίω2.</p>'}