Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
δέδεξο
δεδέξομαι
View word page
δέδαε
3 sing. redup. aor. δάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δέδαε
Headword (normalized):
δέδαε
Headword (normalized/stripped):
δεδαε
IDX:
2047
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2048
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. redup. aor. δάω.</p>'}