Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
δεδειπνήκει
View word page
δέγμενος

pf. pple. δέχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέγμενος
Headword (normalized):
δέγμενος
Headword (normalized/stripped):
δεγμενος
IDX:
2045
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2046
Key:

Data

{'content': '<p>pf. pple. δέχομαι.</p>'}