Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
δέδασται
δεδαώς
δεδεγμένος
View word page
δέατο

3 sing. sing. impf.

To seem, appear Od. 7.242.

ShortDef

seemed, appeared

Debugging

Headword:
δέατο
Headword (normalized):
δέατο
Headword (normalized/stripped):
δεατο
IDX:
2044
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2045
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. sing. impf.</p> <p>To seem, appear Od. 7.242.</p>'}