Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
δεδαίαται
δεδαϊγμένος
δεδάκρυνται
View word page
δάψει
3 sing. fut. δάπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάψει
Headword (normalized):
δάψει
Headword (normalized/stripped):
δαψει
IDX:
2041
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2042
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. fut. δάπτω.</p>'}