Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δέδαε
δεδάηκε
View word page
δάφνη
-ης, ἡ.
ShortDef
the laurel
Debugging
Headword:
δάφνη
Headword (normalized):
δάφνη
Headword (normalized/stripped):
δαφνη
IDX:
2038
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2039
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}