Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
View word page
δασύς

-εῖα, -ύ.

ShortDef

thick with hair, hairy, shaggy, rough

Debugging

Headword:
δασύς
Headword (normalized):
δασύς
Headword (normalized/stripped):
δασυς
IDX:
2036
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2037
Key:

Data

{'content': '<p>-εῖα, -ύ.</p>'}