Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
δέγμενος
View word page
δασύμαλλος

[δασύς + μαλλός, a lock of wool.]

With thick fleece: ἄρσενες ὄϊες Od. 9.425.

ShortDef

thick-fleeced, woolly

Debugging

Headword:
δασύμαλλος
Headword (normalized):
δασύμαλλος
Headword (normalized/stripped):
δασυμαλλος
IDX:
2035
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2036
Key:

Data

{'content': '<p>[δασύς + μαλλός, a lock of wool.]</p> <p>With thick fleece: ἄρσενες ὄϊες Od. 9.425.</p>'}