Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δάπεδον
δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
δέατο
View word page
δάσσαντο
3 pl. aor. δατέομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάσσαντο
Headword (normalized):
δάσσαντο
Headword (normalized/stripped):
δασσαντο
IDX:
2034
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2035
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. δατέομαι.</p>'}