Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δάος
δάπεδον
δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
δέ
View word page
δασπλῆτις
[prob. fr. δασ- = δεσ-, house, as in δέσποινἀ + πλη-, πελάζω. Cf. τειχεσιπλήτης.]
ShortDef
horrid, frightful
Debugging
Headword:
δασπλῆτις
Headword (normalized):
δασπλῆτις
Headword (normalized/stripped):
δασπλητις
IDX:
2033
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2034
Key:
Data
{'content': '<p>[prob. fr. δασ- = δεσ-, house, as in δέσποινἀ + πλη-, πελάζω. Cf. τειχεσιπλήτης.]</p>'}