Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δανός
δάος
δάπεδον
δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
*†δάω
View word page
δάσονται
3 pl. fut. δατέομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάσονται
Headword (normalized):
δάσονται
Headword (normalized/stripped):
δασονται
IDX:
2032
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2033
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. fut. δατέομαι.</p>'}