Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δαμόωσι
δανός
δάος
δάπεδον
δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
δαφοινεός
δαφοινός
δάψει
View word page
δασμός

[δασ-, δατέομαι.]

ShortDef

a division, distribution, sharing of spoil

Debugging

Headword:
δασμός
Headword (normalized):
δασμός
Headword (normalized/stripped):
δασμος
IDX:
2031
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2032
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[δασ-, δατέομαι.]</p>'}