Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δάμασε
δάμη
δάμνημι
δαμόωσι
δανός
δάος
δάπεδον
δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
δάφνη
View word page
δάσασθαι
aor. infin. δατέομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάσασθαι
Headword (normalized):
δάσασθαι
Headword (normalized/stripped):
δασασθαι
IDX:
2028
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2029
Key:
Data
{'content': '<p>aor. infin. δατέομαι.</p>'}