Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δάμαρ
δάμασε
δάμη
δάμνημι
δαμόωσι
δανός
δάος
δάπεδον
δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
δατέομαι
View word page
δαρθάνω

3 sing. aor. ἔδραθε. (κατα-, παρα-)

ShortDef

to sleep

Debugging

Headword:
δαρθάνω
Headword (normalized):
δαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
δαρθανω
IDX:
2027
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2028
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἔδραθε. (κατα-, παρα-)</p>'}