Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δαμάζω
δάμαρ
δάμασε
δάμη
δάμνημι
δαμόωσι
δανός
δάος
δάπεδον
δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
δάσονται
δασπλῆτις
δάσσαντο
δασύμαλλος
δασύς
View word page
δαρδάπτω

[lengthened fr. δάπτω.]

To devour. Of wild beasts Il. 11.479.

Fig.: κτήματα δαρδάπτουσιν Od. 14.92 = Od. 16.315.

ShortDef

they devour

Debugging

Headword:
δαρδάπτω
Headword (normalized):
δαρδάπτω
Headword (normalized/stripped):
δαρδαπτω
IDX:
2026
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2027
Key:

Data

{'content': '<p>[lengthened fr. δάπτω.]</p> <p>To devour. Of wild beasts Il. 11.479.</p> <p>Fig.: κτήματα δαρδάπτουσιν Od. 14.92 = Od. 16.315.</p>'}