Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δακρυόεις
δάκρυον
δᾶκρυπλώω
δακρύω
δαλός
δαμάζω
δάμαρ
δάμασε
δάμη
δάμνημι
δαμόωσι
δανός
δάος
δάπεδον
δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
δασάσκετο
δάσκιος
δασμός
View word page
δαμόωσι
3 pl. fut. δαμάζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δαμόωσι
Headword (normalized):
δαμόωσι
Headword (normalized/stripped):
δαμοωσι
IDX:
2021
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2022
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. fut. δαμάζω.</p>'}