Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δαίω
δάκνω
δάκρυ
δακρυόεις
δάκρυον
δᾶκρυπλώω
δακρύω
δαλός
δαμάζω
δάμαρ
δάμασε
δάμη
δάμνημι
δαμόωσι
δανός
δάος
δάπεδον
δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
δάσασθαι
View word page
δάμασε

δάμασσε

3 sing. aor. δαμάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δάμασε
Headword (normalized):
δάμασε
Headword (normalized/stripped):
δαμασε
IDX:
2018
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2019
Key:

Data

{'content': '<p>δάμασσε</p> <p>3 sing. aor. δαμάζω.</p>'}